Στη Δύση (και μάλλον όχι μόνο) έχουμε πνιγεί στον κυνισμό, στον σαρκασμό και στην ειρωνεία· στην αποδόμηση των πάντων στο όνομα της «προόδου» και του «μα είναι δυνατόν, εν έτει 2024;», λες και ο αριθμός του έτους αυτόματα συνεπάγεται κάτι ουσιαστικό και αναπόφευκτο· στην εξήγηση των πάντων (ακόμη και των ανεξήγητων παρά την αυτο-ταλαιπωρία με προσπάθειες εξήγησης για συμπεριφορές ή γεγονότα, καλά ή άσxημα) με αναφορά στην «επιστήμη»–για τους περισσότερους, αυτό μεταφράζεται στην τυφλή προσκόλληση σε ταμπέλες από υπεραπλουστευμένους, γελοίους classifiers με τραγικά ελλιπές confusion matrix και σε επικλήσεις στην αυθεντία διαβλητών ανθρώπων (δηλαδή: ανθρώπων) χωρίς ικανοποιητικές εξηγήσεις όταν θα πασχίσεις να ακολουθήσεις τον μίτο μέχρι το υποτιθέμενο οριστικό τέλος του, στο πέρας της ανθρώπινης διανόησης και κατανόησης, ακόμη και του ακατανόητου.
Το «Δεν υπάρχει μaύρο και άσπρο, μόνο αποχρώσεις του γκρι» και άλλα τέτοια ψευτοδιανοούμενα βρωμίδια έχουν γίνει καραμέλα· όλα τα κάνουμε σχετικά· για τα πάντα υπάρχει ένα συρταράκι με κάποια βολική ταμπελίτσα που προσδίδει «επιστημονική άφεση αμαρτιών», και κανείς δεν μπορεί να κρίνει τίποτα–εκτός από όταν κάτι κάνει trigger κάποιο τραύμα (άλλη βολική ταμπελίτσα αυτή), και τότε βγαίνουν πολλά στην επιφάνεια του κατά τ’άλλα δήθεν νηφάλιου και αυτοκυρίαρχου intellectual στελέχους που προσποιείται ότι όλα μπορούν να αναλυθούν μόλις σε τρεις και μία κατηγορίες (μην ξεχνάμε την κατηγορία “Other” που μας έμαθε το The McKinsey Way!) που θα χωρέσουν σε ένα PowerPoint slide, ή με περίσσιο στόμφο σε ένα tweet.
Όταν κάτι δε βγάζει νόημα και η πολιτική ορθότητα των καιρών μας μας αποτρέπει από το να διαχωρίσουμε το κακό από το καλό, το όμορφο από το άσχημο (συνήθως: το «γκροτέσκ»), το ηθικό από το ανήθικο, το λογικό από το παράλογο, κτλ., κλωτσάμε ξανά και ξανά τη μπάλα στις κερκίδες στο όνομα του ορθολογισμού (σχεδόν πάντα: εξορθολογισμού) και του «είμαι σπουδαγμένος» (άρα, και μορφωμένος, με παιδεία; Σίγουρα;). Σπουδάζουμε (π.χ., ένα MBA, γιατί υποδηλώνει πολλά για κάποιους εργοδότες, και πολλά επίσης μη κολακευτικά που δε θέλουμε να πούμε φωναχτά) και μαθαίνουμε να αναλύουμε καταστάσεις με το νι και με το σίγμα· να κάνουμε υποθέσεις και σενάρια λες και είμαστε στρατηγοί και κρίνεται το μέλλον της ανθρωπότητας· να τα βάζουμε όλα σε εξελόφυλλα και slide decks με παθολογικά ευθυγραμμισμένα στοιχεία (λες και η μορφή θα μας γκρεμίσει το επιχείρημα, και όχι το επιχείρημα το ίδιο, ή οι χιλιάδες απρόβλεπτων και άγνωστων παραγόντων της πραγματικότητας), και να τα παρουσιάζουμε παριστάνοντας το “disinterested party”· ως γίγαντες «ηγεσίας» (υπερφίαλες αηδίες) και αψεγάδιαστης, αναμφισβήτητα ορθολογικής σκέψης· λες και όλα είναι υπό τον έλεγχό μας και όλα θα λυγίσουν μπροστά στην τιτανοτεράστια λογική και εμπεριστατωμένη ανάλυσή μας–για την οποία πληρώσαμε αδρά τις περγαμηνές και τα πιστοποιητικά· ακόμη και όταν πρόκειται για πολύπλοκα συστήματα, πολυσύνθετες καταστάσεις, σχέσεις και επικοινωνία με transmission factor πολύ μικρότερο του ενός, και οργανώσεις γεμάτες με ανθρώπους, προτιμήσεις, διαφορές αξιών, ζωολογικούς κήπους προσωπικοτήτων, και αχταρμάδες από agency problems ανάμεσα σε συμφέροντα ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους πολεμούν σε τουλάχιστον μία προσωπική τους μάχη. Σιγά ρε Άτλαντα, χαλάρωσε λίγο!
Ειδικά στην Ελλάδα, μας αρέσει ιδιαίτερα να «ξεδίνουμε» με μεμψιμοιρία, γκρίνια ως «ξερόλες» με μαγκιόρικο τόνο, και όλο και περισσότερο, με μια μεγάλη ετοιμότητα για αυτοθυματοποίηση· αρεσκόμαστε στο να δραπετεύουμε με ξεσπάσματα χαιρεκακίας, υπεροψίας, δήθεν ευθιξίας, και εξυπνακισμού, όπως μιμίδια, χαζές και συναισθηματικά άδειες newspeak/doublespeak ατάκες αργκό, buzzwords και trends, μισανθρωπικά τηλεοπτικά απορρίματα, εξυβρίσεις και λογοπαίγνια αστεϊστικού επιπέδου “huehuehue” για δημόσια πρόσωπα, video του Luben που στάζουν δηλητήριο στην ψυχή μας, παθιασμένες online διαμάχες ποιότητας κατώτερης του καφενείου (τουλάχιστον στο καφενείο γνωρίζονται μεταξύ τους και δεν κρύβονται πίσω από μια οθόνη), ταξική ζήλεια και κόμπλεξ κατωτερότητας μασκαρευμένα ως εύκολες δικαιολογίες, και άλλα παρόμοια φαιδρά και ανεύθυνα.
Ειδικά στην Ελλάδα, έχουμε άποψη ανά πάσα στιγμή για τα πάντα, ακόμη και αν δεν ξέρουμε τίποτα για το θέμα για το οποίο εκφέρουμε άποψη με ύφος χιλίων καρδιναλίων–έτσι καταλαβαίνουμε τη Δημοκρατία· αμ πώς, εμείς δεν την εφηύραμε; Είμαστε άλλωστε άμεμπτοι· σμιλευμένοι από μάρμαρο σαν του Παρθενώνα· έχουμε ήλιο εδώ (όχι σαν τους κουτόφραγκους με τη συννεφιά τους, ίου, ίκ)· «οι αρχαίοι ημών πρόγονοι», και άλλα τέτοια παραμύθια με τα οποία νανουρίζουμε τη συνείδησή μας και την επί δεκαετίες γαλουχημένη μαθημένη αδυναμία μας. Μας φταίνε ξανά και ξανά οι άλλοι· οι περιστάσεις· τα γεωπολιτικά συμφέροντα· αι μεγάλαι δυνάμεις· οι πολιτικοί· οι διεθνείς οργανισμοί· η οικονομική κρίση και ο απόηχός της· ο Χ και ο Ψ. Ποτέ εμείς οι ίδιοι. Μην ανησυχείτε, δεν είναι αμιγώς ελληνικό φαινόμενο, αν και είμαστε (για ακόμη μια φορά) πολύ μπροστά από τους άλλους.
Πάντα φταίει κάποιος άλλος για τη δική μας κατάσταση–φταίει οποιοσδήποτε και οτιδήποτε εκτός από τον εαυτό μας και το πώς εμείς (δεν) χειριζόμαστε καθημερινές καταστάσεις και διλλήματα που είναι μέρος της ζωής ως έτοιμοι να αναλάβουμε το οποιοδήποτε κόστος της (καλύτερης εφικτής, περιορισμένης, και ποτέ τέλειας, καθότι εκ των πραγμάτων αδύνατον) κρίσης μας και των αποφάσεών μας· από το να διακόψουμε (ή τουλάχιστον να εγείρουμε αντίσταση σε) μια τελματωμένη (αν και βολική) επαγγελματική συνεργασία ως μια ήδη εδώ και καιρό ληγμένη (αν και πολύ βολική) προσωπική σχέση, όποιας φύσης και αυτή να είναι, ως το να αποφασίσουμε να αφήσουμε γνώριμες και ως εκ τούτου βολικές (αν και μίζερες) καταστάσεις για να φύγουμε στο εξωτερικό για μερικά χρόνια, ώστε να μάθουμε έμπρακτα το αυτονόητο: ότι οι άνθρωποι μεταξύ τους μοιάζουν περισσότερο από όσο διαφέρουν, και ότι όχι, δεν είναι παντού το ίδιο· δεν είναι η Ελλάδα παράδεισος ή κόλαση, όπως ούτε και (σχεδόν) κανένα άλλο μέρος είναι τέλειο ή αμιγώς καταδικασμένο επειδή δεν έχει ήλιο, φραπέ, σουβλάκι και επειδή ο κόσμος δε θεωρεί μαγκιά το να βγαίνει για «βραδινή έξοδο» στις μία το πρωί για να μην τον πουν ξενέρωτο.
Φρίκη, ε; Trade-offs παντού! Επιλογές· συνειδητοί συμβιβασμοί· ζύγιση εναλλακτικών· κριτική σκέψη· και πίστη σε κάτι πέραν από το “YOLO”. Όλα αυτά τα οποία με υπεραπλουστεύσεις καφενείου, με το να γινόμαστε φερέφωνα της (ψυχολογικής, αξιακής, οικογενειακής, κομματικής, κτλ.) κασέτας άλλων και του χειρότερου εαυτού μας, και με το να εθελοτυφλούμε, δε θα μεταμορφωθούν ποτέ σε αποφάσεις, πράξεις, παθήματα και μαθήματα, ώστε αυτά τα περίπου 80 χρόνια πάνω στη Γη (αν μας δώσει ο Θεός 80…) να είναι κάτι ενδιαφέρον· κάτι που να αξίζει για τους γύρω μας και τουλάχιστον για εμάς τους ίδιους πέραν από ηδονισμούς, κατανάλωση, και μια χαμερπή αλλά βολική ύπαρξη ως βιομάζα.
Έχει τελικά κάποιο θετικό αποτέλεσμα αυτός ο τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς σε βάθος χρόνου; Αν ναι, πάω πάσο. Ίσως είναι ευκολότερο να κρίνουμε εκ του αποτελέσματος· έτσι αμφιβάλλω ότι η εστίαση στα παραπάνω αποτελεί, εν τέλει, βοήθημα στη ζωή μας, σε αντίθεση με τη λήψη δύσκολων μεν, κρίσιμων δε αποφάσεων, και την συνειδητή αποσύνδεση από τα Μέσα Μαζικής Παραπληροφόρησης και Μαζικού Παρασυναισθηματισμού και τα αντί-κοινωνικά «δίκτυα», τα ανεγκέφαλα “celebrities” με τα ανιαρά καπρίτσια τους, τους κούφιους “influencers”, τις και τους τυχόντες (εξίσου «ρεαλιστές», δηλαδή μίζερους) «φίλες» και «φίλους» που προσπαθούν να καλύψουν τη δική τους χρόνια έλλειψη θάρρους με το να γειώνουν τα πάντα ως τετριμμένα και με το να κάνουν τη γνωστή (αν και μίζερη) αγουρίδα μέλι· όπως και άλλες άχρηστες αποσπάσεις της προσοχής μας και του πραγματικά ελάχιστου χρόνου μας από πράγματα στα οποία μπορούμε να έχουμε απτή και άμεση (ή και έμμεση) επιρροή, ακόμη και με μικρές πράξεις καλοσύνης και φρόνησης· δηλαδή: από το άμεσο οικογενειακό, φιλικό και επαγγελματικό μας περιβάλλον, και οτιδήποτε στο οποίο μπορούμε να αφιερώσουμε χρόνο και φαιά ουσία δημιουργικά (και όχι ως καταναλωτές ιδεών από δεύτερο και τρίτο χέρι, ουσιών και εδεσμάτων), ακόμη και διερευνητικά, ακόμη και αν δε μας φέρει σύντομα (ή και ποτέ!) περισσότερα €.
Δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος για αυτή την ανάρτηση, παρά μόνο ως μελλοντική ανάμνηση μιας αποψινής συζήτησης με έναν αγαπητό μου παιδικό φίλο ως ανασκόπηση μιας πενταετίας από την επιστροφή μου στην όμορφη, άσχημη, ατελή, ενίοτε θετικά εκπληκτική, ενίοτε εκνευριστική, πολιτισμικά και ιστορικά εξαιρετική και προβληματισμένη Ελλάδα· η οποία, ως μία από τις 195 χώρες του κόσμου, είναι αυτό που είναι, αλλά είναι και σε κάποιο βαθμό αυτό που θες να είναι, αυτό στο οποίο δίνεις προσοχή· με όλα της τα χούγια, τα προτερήματα και μειονεκτήματα· με τους καλούς και τους κακούς της· με τους βλάκες της, αλλά και με τους Ανθρώπους της (με κεφαλαίο Α), είτε αυτοί είναι πολιτικοί είτε «κοινοί θνητοί» (δηλαδή όχι σελέμπριτυ ή ίνφλουενσερ) είτε είναι αυτοί που παρκάρουν κάθετα σε πεζοδρόμιο του κέντρου της Αθήνας με το Smart ForTwo, ώστε να επιδείξουν για πολλοστή φορά σε όλους μας μέσα μια δεκαετία πόσο smart επιλογή ήταν η αγορά του οχήματός τους πριν η οικονομική κρίση αναδείξει βίαια το ότι κάποια πράγματα έχουν αντικειμενικά προτεραιότητα, ενώ κάποια άλλα, απλά, είναι για να έχουμε κάτι να λέμε.
Το παρακάτω άρθρο είναι αμυδρά σχετικό· αλλά και αυτό, αναπόφευκτα, υποφέρει από πολλά από τα παραπάνω, όπως και τα περισσότερα που κατά καιρούς γράφω και δημοσιεύω στο blog . Πιθανότατα (με σιγουριά), το ίδιο ισχύει και για την ίδια αυτήν την ανάρτηση. Άλλωστε, είμαι κι εγώ Έλλην.
Data, decision-making, incentives, and hidden agendas (and a certain rebranding)
Επίσης: άνω τελεία με Alt+Q. Έτσι· ένα ξεχασμένο αλλά χρήσιμο σημείο στίξης.